Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακότεχνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κακότεχνος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που γνωρίζει μαγικές τέχνες:
      • (Λίβ. P 2503
    • β) (προκ. για βιβλίο) που περιέχει μαγικές τέχνες:
      • (Bίος Aλ. 643).
  • 2) Δόλιος, πονηρός:
    • του μιαρού και κακοτέχνου πλάνου (Eις Θεοτ. 92).

[αρχ. επίθ. κακότεχνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακότεχνος -η -ο [kakótexnos] Ε5 : που έχει γίνει πρόχειρα, άτεχνα ή ακαλαίσθητα: Tο έργο αυτό είναι κακότεχνη απομίμηση του πρωτοτύπου. κακότεχνα ΕΠIΡΡ: Ένας πίνακας ~ ζωγραφισμένος.

[λόγ. < αρχ. κακότεχνος `δόλιος΄ κατά τη σημ. της λ. κακοτεχνία (πρβ. ελνστ. επίρρ. κακοτέχνως `ακαλαίσθητα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες