Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόκαρδος, επίθ.
-
- Στενοχωρημένος:
- (Mαχ. 44427).
[<επίθ. κακός + ουσ. καρδία. H λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]
- Στενοχωρημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόκαρδος -η -ο [kakókarδos] Ε5 : (σπάν., για πρόσ.) που τρέφει για τους συνανθρώπους του συναισθήματα φθόνου, μίσους και που η διάθεσή του συνήθ. δεν είναι καλή, που έχει κακή καρδιά. ANT καλόκαρδος.
[μσν. κακόκαρδος < κακο- + καρδ(ιά) -ος]



