Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακόγλωσσος, επίθ.
-
- Kακολόγος, κουτσομπόλης:
- τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι (Eρωτόκρ. E´ 1537).
[αρχ. επίθ. κακόγλωσσος. H λ. και σήμ.]
- Kακολόγος, κουτσομπόλης:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακόγλωσσος -η -ο [kakóγlosos] Ε5 : (οικ.) που κάνει κακόβουλα σχόλια και συζητήσεις.
[αρχ. κακόγλωσσος]



