Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακούργημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακούργημα το [kakúrjima] Ο49 : 1. (νομ.) κάθε αθέμιτη πράξη που τιμωρείται με θανατική ποινή ή με κάθειρξη: Παραπέμπεται για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Ο φόνος εκ προμελέτης είναι ~. Εφετείο κακουργημάτων. 2. χαρακτηρισμός εγκληματικής πράξης: Σε έναν εμφύλιο πόλεμο διαπράττονται πολλά κακουργήματα.

[λόγ.: 2: αρχ. κακούργημα `έγκλημα΄· 1: σημδ. γαλλ. crime & γερμ. Verbrechen]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακουργηματικός -ή -ό [kakurjimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κακούργημα: Kακουργηματικές πράξεις.

[λόγ. κακουργηματ- (κακούργημα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go