Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοχωνεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοχωνεύω [kakoxonévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. στη μππ.) : 1. για τροφή που δε χωνεύτηκε καλά. ANT καλοχωνεύω. 2. (μτφ.) για θεωρητικό υλι κό που δεν έχει αφομοιωθεί καλά: Kακοχωνεμένες θεωρίες.

[1: κακο- + χωνεύω· 2: λόγ. μτφρδ. γαλλ. mal digéré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες