Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουργιοδίκης ο [kakurjioδíkis] Ο10 θηλ. κακουργιοδίκης [kakurjioδíkis] : δικαστής σε κακουργιοδικείο.
[λόγ. κακουργιο(δικείον) -δίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



