Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακουργία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακουργία η [kakurjía] Ο25 : η ιδιότητα ή το έργο του κακούργου.

[λόγ. < αρχ. κακουργία]

[Λεξικό Κριαρά]
κακουργία η· κακοεργία.
  • Αδίκημα, κακούργημα, άνομη πράξη:
    • (Ασσίζ. 1441, 2248, 44524‑5).

[αρχ. ουσ. κακουργία - κακοεργία. Τ. ιά σήμ. κρητ. (Andr.). Ο τ. και σήμ. κυπρ. (Andr.). Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες