Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοτεχνία η [kakotexnía] Ο25 : έλλειψη επιδεξιότητας και καλαισθησίας στην κατασκευή ενός έργου. || ελάττωμα, ατέλεια που παρουσιάζει μια κατασκευή και που είναι αποτέλεσμα προχειρότητας ή αδεξιότητας: H υδραυλική εγκατάσταση / το διαμέρισμα έχει πολλές κακοτεχνίες.
[λόγ. < ελνστ. κακοτεχνία, αρχ. σημ.: `δόλος, αδίκημα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοτεχνία η.
-
- Δόλος, μηχανορραφία:
- φεύγε τους κολακεύοντας μετά κακοτεχνίας (Σπαν. (Μαυρ.) P 152).
[αρχ. ουσ. κακοτεχνία. H λ. και σήμ.]
- Δόλος, μηχανορραφία:



