Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοσμία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοσμία η [kakozmía] Ο25 : πολύ δυσάρεστη, πολύ κακή μυρωδιά· δυσοσμία: H ~ του ιδρώτα / του στόματος. || (ιατρ.) υποκειμενική ~, όταν το άτομο αισθάνεται δυσάρεστες οσμές που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα.

[λόγ. < ελνστ. κακοσμία]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοσμία η.
  • Δυσοσμία:
    • (Iερακοσ. 51114).

[μτγν. ουσ. κακοσμία. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go