Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακοπραγία η.
-
- 1) Kακή πράξη:
- (Kορων., Mπούας 41).
- 2) Kακή πρόθεση:
- Φεύγε τους κολακεύοντας από κακοπραγίας (Σπαν. A 308).
[αρχ. ουσ. κακοπραγία]
- 1) Kακή πράξη:



