Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοπιστία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπιστία η [kakopistía] Ο25 : η ιδιότητα του κακόπιστου, η έλλειψη καλής πίστεως. ANT καλοπιστία. Όταν υπάρχει ~ από τη μια πλευρά, δεν ωφελούν τα επιχειρήματα ή οι αποδείξεις της άλλης πλευράς.

[λόγ. < ελνστ. κακοπιστία `αιρετική άποψη΄ σημδ. γαλλ. mauvaise foi]

[Λεξικό Κριαρά]
κακοπιστία η.
  • Έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα:
    • διά κακοπιστίαν … εξόριστος (Ψευδο-Σφρ. 43636).

[μτγν. ουσ. κακοπιστία. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go