Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοπερνώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοπερνώ [kakopernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. κακοπέρασα, απαρέμφ. κακοπεράσει : 1. περνώ άσχημα, ταλαιπωρούμαι. ANT καλοπερνώ: Kακοπερνάει μ΄ αυτόν που παντρεύτηκε. Kακοπεράσαμε στο ταξίδι / στο ξενοδοχείο που μείναμε. 2. (προφ.) περνώ κτ. μέσα από κτ. άλλο άτεχνα, στραβά.

[κακο- + περνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες