Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακομοίρικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακομοίρικος -η -ο [kakomírikos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στον κακομοίρη2, που τον χαρακτηρίζει: Πήρε ένα κακομοίρικο ύφος και άρχισε τα παρακάλια. κακομοίρικα ΕΠIΡΡ.

[κακομοίρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go