Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομοίρικος -η -ο [kakomírikos] Ε5 : (οικ.) που ταιριάζει στον κακομοίρη2, που τον χαρακτηρίζει: Πήρε ένα κακομοίρικο ύφος και άρχισε τα παρακάλια.
κακομοίρικα ΕΠIΡΡ. [κακομοίρ(ης) -ικος]



