Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακομεταχείριση η [kakometaxírisi] Ο33 : η ενέργεια του κακομεταχειρίζομαι. 1. κακή, βάναυση συμπεριφορά: H ~ των κρατουμένων / των παιδιών / των ζώων. 2. κακή χρήση: H ~ των βιβλίων / της γλώσσας.
[λόγ. κακομεταχειρι- (κακομεταχειρίζομαι) -σις > -ση]



