Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοκοιμάμαι [kakokimáme] Ρ12 μππ. κακοκοιμισμένος : δεν κοιμάμαι καλά. α. κάνω ανήσυχο ύπνο. β. κοιμάμαι σε ακατάλληλο περιβάλλον. γ. δεν κοιμάμαι αρκετά.
[κακο- + κοιμάμαι]



