Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακοκεφιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοκεφιά η [kakokefá] Ο24 : κακή ψυχική διάθεση· ακεφιά.

[κακόκεφ(ος) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακοκεφιάζω [kakokefázo] Ρ2.1α : χάνω το κέφι μου, την καλή μου διάθεση.

[κακόκεφ(ος) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go