Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοδιοίκηση η [kakoδiíkisi] Ο33 : κακή διοίκηση που οφείλεται σε ανικανότητα ή σε διαφθορά: Tα ελλείμματα της εταιρείας είναι αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης.
[λόγ. κακοδιοικη- (κακοδιοικώ) -σις > -ση]



