Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακοδικία η [kakoδikía] Ο25 : (νομ.) άδικη δικαστική απόφαση: Aγωγή κακοδικίας, αγωγή εναντίον δικαστικού λειτουργού, ο οποίος ζημίωσε κπ. πολίτη με μια άδικη δικαστική απόφαση που εξέδωσε εις βάρος του.
[λόγ. < αρχ. κακοδικία]



