Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κακογνωμία η· κακογνωμιά.
-
- Kακή κρίση· παραξενιά, πείσμα:
- (Ψευδο-Σφρ. 3568).
[<επίθ. κακός + ουσ. γνώμη. H λ. τον 6. αι. και σήμ. ποντ.]
- Kακή κρίση· παραξενιά, πείσμα:



