Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακοβάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κακοβάνω.
  • Yποπτεύομαι ότι έγινε κ. κακό:
    • ο νους μου λογισμούς περίσσους κακοβάνει (Πανώρ. B´ 52).

[<επίρρ. κακά + βάνω. H λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες