Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κακάδι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακάδι το [kakáδi] Ο44 & κάκαδο το [kákaδo] Ο41 & καρκάδι το [kar káδi] Ο44 : (οικ.) κρούστα στην επιφάνεια μιας πληγής.

[;]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κακαδιάζω [kakaδjázo] Ρ2.1α : (οικ.) για την κρούστα, το κακάδι, που σχηματίζεται στην επιφάνεια μιας πληγής.

[κακάδ(ι) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go