Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καιρικός -ή -ό [kerikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον καιρό, με την κατάσταση της ατμόσφαιρας: Δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Συχνές καιρικές μεταβολές. Kαιρικά φαινόμενα, βροχή, άνεμος κτλ.
[λόγ. < ελνστ. καιρικός `κατάλληλος για την περίσταση ή την εποχή΄ σημδ. αγγλ. weather-]