Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καινός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινός -ή -ό [kenós] Ε1 : (λόγ.) καινούριος: Kαινή Διαθήκη*. (εκκλ.) Ο ~ άνθρωπος, που αναγεννήθηκε ψυχικά. ΦΡ καινά δαιμόνια*.

[λόγ. < αρχ. καινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες