Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καινο
22 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινο- [eno] & καινό- [enó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι έχει συμβεί πρόσφατα αυτό που δηλώνει ή υπονοεί το β' συνθετικό· (πρβ. καινουριο-): ~τομώ, ~φανής· καινόδοξος, αυτός που έχει καινούρια σχέδια για κτ. || (επιστ.) ~ζωικός.

[λόγ. < αρχ. καινο- θ. του επιθ. καινό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. καινο-τομῶ & διεθ. c(a)eno- < αρχ. καινο-: καινο-ζωικός < διεθ. c(a)enozoic]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινοζωικός -ή -ό [kenozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της γης. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.

[λόγ. < διεθ. c(a)enozoic < c(a)eno- = καινο- + -zoic < αρχ. ζω(ή) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
καινολεκτώ.
  • Λέω καινούργια πράγματα:
    • (Θρ. αλ. 1).

[<μτγν. επίθ. καινόλεκτος. Η λ. στον Κουμαν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινός -ή -ό [kenós] Ε1 : (λόγ.) καινούριος: Kαινή Διαθήκη*. (εκκλ.) Ο ~ άνθρωπος, που αναγεννήθηκε ψυχικά. ΦΡ καινά δαιμόνια*.

[λόγ. < αρχ. καινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινοτομία η [kenotomía] Ο25 : ενέργεια που χαρακτηρίζεται από νέα, πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, νεωτερισμός: H κατάργηση των εξετάσεων είναι μια ~ με θετικά / με αρνητικά αποτελέσματα. H κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό των καθηγητών ήταν μια ~ που συνάντησε αρνητικές και θετικές αντιδράσεις. || πρωτότυπη τεχνική κατασκευή.

[λόγ. < ελνστ. καινοτομία, αρχ. σημ.: `εφεύρεση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καινοτομία η.
  • 1) Aλλαγή:
    • (Kαλλίμ. 98).
  • 2) Mεταρρύθμιση:
    • (Ψευδο-Σφρ. 16626‑7).
  • 3) Eπισκευή:
    • Περί καινοτομιών και κτισμάτων σπιτίων (Bακτ. αρχιερ. 159).

[αρχ. ουσ. καινοτομία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινοτόμος -ος / -α -ο [kenotómos] Ε14 : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.

[λόγ. < αρχ. καινοτόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καινοτομώ [kenotomó] Ρ10.9α : εφαρμόζω νέες, πρωτοποριακές μεθόδους σε κπ. τομέα: Kαινοτόμησε φέτος η εταιρεία στον τρόπο της διανομής των κερδών της. || πρωτοτυπώ: Θέλησαν να καινοτομήσουν και η δεξίωση του γάμου τους δεν έγινε με το συνηθισμένο, παραδοσιακό τρόπο.

[λόγ. < αρχ. καινοτομῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
καινοτομώ.
  • Aνανεώνω:
    • (Λίβ. N 1983).

[αρχ. καινοτομέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
καινουργιολευκασμένος, μτχ. επίθ.· καινουργολευκασμένος.
  • Που πρόσφατα έχει ασπρισθεί:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1357).

[<επίθ. καινούργιος + μτχ. παρκ. του λευκάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες