Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθόσον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθόσον [kaθóson] επίρρ. αναφ. : (λόγ.) όσο, από όσο: ~ τουλάχιστον εγώ γνωρίζω…

[λόγ. < αρχ. πρόθ. κατά με αιτ. στη σημ.: `σύμφωνα με΄ (δες και στο κατα-) + όσον, μτφρδ. γαλλ. en tant que]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες