Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθόσον [kaθóson] επίρρ. αναφ. : (λόγ.) όσο, από όσο: ~ τουλάχιστον εγώ γνωρίζω
[λόγ. < αρχ. πρόθ. κατά με αιτ. στη σημ.: `σύμφωνα με΄ (δες και στο κατα-) + όσον, μτφρδ. γαλλ. en tant que]