Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθωσπρεπισμός ο [kaθosprepizmós] Ο17 : συμπεριφορά σύμφωνη με τους τύπους της καλής αγωγής, που τη χαρακτηρίζει όμως η έλλειψη ψυχικής ευγένειας και ειλικρίνειας.
[λόγ. καθωσπρέπ(ει) -ισμός]



