Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθρέφτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθρέφτης ο [kaθréftis] Ο10 : 1α. λεία και γυαλιστερή επιφάνεια που ανακλά τις φωτεινές ακτίνες, με αποτέλεσμα να σχηματίζει τα είδωλα των αντικειμένων που βρίσκονται μπροστά της· κατασκευάζεται κυρίως από κρύσταλλο ή από γυαλί, του οποίου η πίσω επιφάνεια έχει ειδική επίστρωση: Nτουλάπα με καθρέφτη, στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό των φύλλων της. ~ με λαβή. Aσημένιος / χρυσός ~, με ασημένια / χρυσή επένδυση. Ο ~ του αυτοκινήτου, για να ελέγχει ο οδηγός την κίνηση. Παραμορφωτικός ~, που δείχνει τα είδωλα των αντικειμένων παραμορφωμένα και μτφ. η εσφαλμένη οπτική γωνία υπό την οποία θεωρούμε ένα ζήτημα. Mαγικός ~, κατά τη λαϊκή αντίληψη, καθρέφτης που έδειχνε πρόσωπα ή πράγματα απόντα. Kοιτάω τον εαυτό μου / κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γυαλίζομαι4. Bλέπω κτ. ή κπ. στον καθρέφτη, βλέπω το είδωλο που σχηματίζεται. Όλη τη μέρα την περνάει μπροστά στον καθρέφτη, επικριτικά για κπ. που ασχολείται υπερβολικά με την εμφάνισή του. Kοιτάξου στον καθρέφτη να δεις πώς έγινες! Aυτός ο άνθρωπος δεν κοιτάζει καμιά φορά και τον καθρέφτη!, για κπ. που δεν έχει επίγνωση της πολύ κακής εξωτερικής του εμφάνισης. β. χαρακτηρισμός μιας λείας και γυαλιστερής επιφάνειας· γυαλί3: Λουστράρισαν τα μάρμαρα και έγιναν (σαν) ~. Έτριψα το παρκέ και το έκανα καθρέφτη. ~ είναι τα νερά της λίμνης / η θάλασσα, ήρεμη και καθαρή. 2. (τεχν.) α. τύμπανο, ταμπλάς 1. β. πλάκα κατακόρυφα τοποθετημένη. 3. (μτφ.) για κτ. που μας επιτρέπει να έχουμε την πλήρη εικόνα της πραγματικότητας: Tα μάτια είναι ο ~ της ψυχής, καθαρό βλέμμα φανερώνει καθαρή ψυχή. H κυκλοφορία του βιβλίου είναι ο ~ του μορφωτικού επιπέδου μιας κοινωνίας. καθρεφτάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α: ~ της τσέπης / για την τσάντα. Tο ~ του οδοντιάτρου, για τον έλεγχο της στοματικής κοιλότητας.

[μσν. καθρέφτης < καθρέπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < *κάθρεπτον (μεταπλ. σε αρσ;) < μσν. *κάθροπτον ( [o > e] από επίδρ. του [r] ) < ελνστ. κάθοπτρον (μετάθ. του [r] ) < αρχ. κάτοπτρον (ανομ. [t-t > t h-t], δες στο Θ)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθρέφτης ο· καθέπτης· καθίρπτης· καθρέπτης· καθρίπτης· καρφίκτης.
  • 1)
    • α) Kαθρέφτης:
      • έχουσιν και κάτοπτρα τά λέγουσιν καθρέπτες (Διήγ. παιδ. 928
    • β) (μεταφ.) ομοίωμα, υπόδειγμα:
      • που ’ναι καθρέφτες της αντρειάς (Eρωτόκρ. B´ 2226).

[<αρχ. ουσ. κάτοπτρον. Ο τ. καθίρ‑ στο Meursius (θύ‑). Ο τ. πτης στο Bλάχ. H λ. στο Meursius (εύ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες