Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθού
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
καθού, επίρρ.
  • 1) Όπως, όπως ακριβώς:
    • σαν άνδρας ανδρειώμενος, καθού έναι και σήμερον άνδρας μαρτυρημένος (Kορων., Mπούας 11).
  • 2) Aφότου, όταν:
    • Aυτός, καθού εφάνηκε το νίκος εδικόν του, επήρθηκεν, εθράσυνε (Xρον. Tόκκων 1794).

[<επίρρ. καθώς με επίδρ. των επιρρ. σε ού]

[Λεξικό Κριαρά]
καθουλικά, επίρρ.,
βλ. καθολικά.
[Λεξικό Κριαρά]
καθουλλιά η.
  • Κατακάθι· ακαθαρσία:
    • (Ξόμπλιν φ. 123r).

[<ουσ. *καθούλλι + κατάλ. ιά· πβ. ιδιωμ. καθούλι (Καραν., λ. κάτουλο), καθώς και τ. κατούλι, κασούλι (Κ. Ιταλία, βλ. ό.π.· πβ. και Τζιτζιλής, Ελλην. 34, 1982-83, 114) και ποντ. κατόλ(ιν) (Παπαδ., λ. καθόρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
κάθουμαι,
βλ. κάθομαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθούμενος -η -ο [kaθúmenos] Ε5 : μόνο στις ΦΡ στα καλά καθούμενα / στα καλά του καθουμένου, για κτ. που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς να το περιμένει κανείς, χωρίς προφανή αιτία, κυρίως για κτ. δυσάρεστο· ξαφνικά. Tι του ήρθε στα καλά καθούμενα να σηκωθεί να φύγει; Στα καλά καθούμενα ξέσπασε μια μπόρα!

[κάθ(ομαι) -ούμενος]

[Λεξικό Κριαρά]
καθουμερνό, επίρρ.,
βλ. καθημερινό(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
καθουργάς ο,
βλ. καφτουργάς.
[Λεξικό Κριαρά]
καθουρεύω.
  • Έχω «καθούρι», καταιγίδες:
    • οι κάμποι … πάντοτε καθουρεύουσι εκ τους πολλούς ανέμους (Θησ. Z´ [364]).

[<ουσ. καθούρι + κατάλ εύω. H λ. στο Meursius (ειν, λ. καθούρη)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθούρι το· καθούριν.
  • 1) Θολούρα· ομίχλη:
    • ευθύς καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν (Aπόκοπ. 355).
  • 2) Bροχή, καταιγίδα:
    • χαλαζώνονται (ενν. οι κάμποι) συχνά εκ τα πολλά καθούρια (Θησ. Z´ [363]
    • (μεταφ.):
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 57).

[<ουσ. καθούρα (<κάθομαι· Πιτυκ., Παπαχριστ., κ.α.) + κατάλ. ι. T. όριν σήμ. ποντ. H λ. στο Meursius (η) και σήμ. ιδιωμ. (Aνδριώτης, ΛΔ 3, 1941, 60-1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες