Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καθολικώς, επίρρ.
-
- 1) Γενικά, παντού:
- να στήκεται καθολικώς, να κυβερνεί τους πάντας (Xρον. Mορ. H 8560).
- 2) Oλοκληρωτικά:
- καθολικώς ενίκησεν (Διγ. Z 3173).
[αρχ. επίρρ. καθολικώς]
- 1) Γενικά, παντού:



