Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθολίκευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθολίκευση η [kaθolíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθολικεύω· γενίκευση.

[λόγ. καθολικεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go