Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδικός 1 -ή -ό [kaθoδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κάθοδο 1 (για να δηλώσουμε την κλίση, την πορεία προς τα κάτω). ANT ανοδικός: Kαθοδικό ρεύμα. H οικονομία πολλών χωρών ακολουθεί καθοδική πορεία. Tο χρηματιστήριο παρουσίασε σήμερα καθοδικές τάσεις, πτωτικές.
[λόγ. κάθοδ(ος) 1 -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθοδικός 2 -ή -ό : (ηλεκτρον.) που αναφέρεται ή που βασίζεται στην κάθοδο 2: Kαθοδικές ακτίνες, ακτινοβολία από ηλεκτρόνια που εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκενώσεως με υψηλό κενό. ~ σωλήνας, σωλήνας με κενό αέρος, με κατάλληλα ηλεκτρόδια για την παραγωγή λεπτής δέσμης ηλεκτρονίων, που χρησιμοποιείται στην τηλεόραση, στους παλμογράφους, στα ραντάρ κτλ.
[λόγ. κάθοδ(ος) 2 -ικός]



