Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθισιό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθισιό το [kaθisxó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) αδράνεια, αποχή ενός ατόμου από κάθε κοπιαστική ή δυσάρεστη δραστηριότητα, είτε γιατί έχει ανάγκη από ξεκούραση είτε γιατί είναι τεμπέλης και αποφεύγει τη δουλειά: Tέλειωσαν οι διακοπές και το ~. Tου αρέσει το ~. Όλη μέρα ~ και κουβέντα.

[καθισ- (καθίζω) -ιό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go