Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθισιά η [kaθisxá] Ο24 : (οικ.) μόνο στην έκφραση τρώω κτ. στην ~ μου, για να δηλώσουμε την πολύ μεγάλη ποσότητα τροφής που μπορεί να καταναλώσει κάποιος σε ένα μόνο γεύμα: Tρώει ένα καρβέλι / δύο πιάτα στην ~ του.
[καθισ- (καθίζω) -ιά]



