Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθημερινώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καθημερινώς, επίρρ.· καθημερνώς.
  • Kάθε μέρα:
    • τη δόλια μου καρδιά καθημερνώς πληγώνει (Πανώρ. A´ 48 κριτ. υπ).

[<επίθ. καθημερινός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες