Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθετηριασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετηριασμός ο [kaθetiriazmós] Ο17 : η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή σε πόρο του σώματος για θεραπευτικούς ή για διαγνωστικούς σκοπούς: Mε τον καθετηριασμό γίνεται έλεγχος της λειτουργίας της καρδιάς.

[λόγ. < ελνστ. καθετηρισμός μεταπλ. κατά το καθετηριάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go