Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθετήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετήρας ο [kaθetíras] Ο2 : λεπτός σωλήνας, συνήθ. από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: Ουρεί με καθετήρα.

[λόγ. < ελνστ. καθετήρ, αιτ. -ῆρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go