Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθετή
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετή η [kaθetí] Ο29 : αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από μια λεπτή πετονιά, που στη μία άκρη της κρέμεται ένα βαρίδι και ένα ή περισσότερα αγκίστρια και που η άλλη άκρη της τυλίγεται γύρω από ένα κομμάτι φελλό.

[ελνστ. κάθετος (ενν. ορμιά) μεταπλ. -τός, θηλ. -τή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετήρας ο [kaθetíras] Ο2 : λεπτός σωλήνας, συνήθ. από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: Ουρεί με καθετήρα.

[λόγ. < ελνστ. καθετήρ, αιτ. -ῆρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετηριάζω [kaθetiriázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω καθετηριασμό.

[λόγ. < ελνστ. καθετηρ(ίζω) μεταπλ. -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετηρίαση η [kaθetiríasi] Ο33 : καθετηριασμός.

[λόγ. καθετηρια- (καθετηριάζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθετηριασμός ο [kaθetiriazmós] Ο17 : η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή σε πόρο του σώματος για θεραπευτικούς ή για διαγνωστικούς σκοπούς: Mε τον καθετηριασμό γίνεται έλεγχος της λειτουργίας της καρδιάς.

[λόγ. < ελνστ. καθετηρισμός μεταπλ. κατά το καθετηριάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go