Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθεστωτικός -ή -ό [kaθestotikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στο πολιτικό, πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς μιας χώρας: Kαθεστωτικοί αγώνες, υπέρ ή εναντίον ενός καθεστώτος. H κυβέρνηση έθεσε καθεστωτικό ζήτημα. 2. (ως ουσ.) α. το καθεστωτικό, το καθεστωτικό ζήτημα: Tο καθεστωτικό ρυθμίστηκε με δημοψήφισμα. β. ο καθεστωτικός, αυτός που συνεργάζεται ή συμφωνεί με κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς. ANT αντικαθεστωτικός.
[λόγ. καθεστωτ- (καθεστώς) -ικός]



