Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθεξής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθεξής [kaθeksís] επίρρ. τροπ. : στην έκφραση και ούτω ~ (συντομογρ. κ.ο.κ.), για κτ. που συνεχίζεται, επαναλαμβάνεται κατά τρόπο ίδιο με αυτόν που προαναφέρθηκε.

[λόγ. < ελνστ. καθεξῆς `το ένα μετά το άλλο΄, σημδ. γερμ. und so weiter (usw.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθεξής, επίρρ.
  • Στη συνέχεια, κατόπιν:
    • έχει δε ούτω καθεξής ώσπερ υμίν εξείπω (Διγ. Gr. 2941).

[μτγν. επίρρ. καθεξής. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go