Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθεδρικός -ή -ό [kaθeδrikós] Ε1 : μόνο στον όρο ~ ναός, μητροπολιτικός ναός που βρίσκεται στην έδρα επισκοπής ή αρχιεπισκοπής.
[λόγ. καθέδρ(α) -ικός απόδ. γαλλ. église cathédrale (< ελνστ. καθέδρα στη σημ.: `αυτοκρατορικός θρόνος΄)]



