Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθεδρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καθεδρία η.
  • 1) Έδρα, κάθισμα·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • καθεδρίαν … ολοσωματωμένην (Bέλθ. 684).
  • 2) Εγκατάσταση, ανάρρηση σε θρόνο:
    • έστειλαν πρέσβεις … της αρχής την καθεδρίαν προσαγορεύσοντες (Δούκ. 28918).

[<ουσ. καθέδρα + κατάλ. ία. Πβ. μτγν. επίθ. καθέδριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες