Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθείς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθείς [kaθís] αντων. αόρ. : (λαϊκότρ.) καθένας.

[ελνστ. καθείς (δες στο καθένας)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθείς, αντων.· καθαείς· κάθανας· καθανείς· καθεείς· καθένας· καθενείς· καθές· καταείς· κατεείς· γεν. καθανός· καθένα· καθένος· καθενός· καθενού· θηλ. καθακιαμιά· καθαμία· καθαμιά· καθέμια· καθεμιά· καθημιά· οκαθεμιά· ουδ. καθάνα· καθέν· καθένα.
  • 1) O καθένας:
    • καθεείς να δώσομεν ραβδέας υπ’ αλλήλων (Διγ. Z 1609).
  • 2) Όποιος, οποιοσδήποτε:
    • καθένας που τονε θωρεί τονε ’ποκαμαρώνει (Eρωτόκρ. B´ 246).

[μτγν. αντων. καθείς. Ο τ. καθαείς και σήμ. ποντ. T. καθαένας, καθάνας και ο τ. καθανείς και σήμ. κυπρ. O τ. καθένας (Βλάχ., καθ’ έ‑) και η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go