Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθαρτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
καθαρτικός, επίθ.
  • Που έχει την ιδιότητα να εξαγνίζει, να θεραπεύει:
    • δάκρυα κατανύξεως καθαρτικά (Eις Θεοτ. 57).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = (ιατρ.) φάρμακο που προκαλεί την αποβολή των περιττών ουσιών από το σώμα:
    • θεραπεύεται δε καθαιρόμενος τῳ … καθαρτικῴ (Iερακοσ. 4148).

[αρχ. επίθ. καθαρτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαρτικός -ή -ό [kaθartikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει, να απολυμαίνει: Ουσίες με καθαρτική δράση. Kαθαρτικό φάρμακο και συνήθ. ως ουσ. το καθαρτικό, φάρμακο για τη γρήγορη και πλήρη κένωση του εντερικού σωλήνα· καθάρσιο. 2. καθαρτήριος: ~ ραντισμός.

[λόγ. < αρχ. καθαρτικός, ελνστ. τό καθαρτικόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go