Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καθαρογράφηση η [kaθaroγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του καθαρογραφώ και καθαρογράφω: H ~ της απόφασης του δικαστηρίου / των πρακτικών του συνεδρίου / του άρθρου.
[λόγ. καθαρογραφη- (καθαρογραφώ) -σις > -ση]



