Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθαρισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθαρισμός ο [kaθarizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθαρίζωI, το καθάρισμα, κυρίως όταν πρόκειται για κάποια ειδική διαδικασία καθαρίσματος: ~ του προσώπου / του δέρματος, που γίνεται από αισθητικό. H ρύπανση των θαλασσών αντιμετωπίζεται με το βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων. Xημικός ~. Συνεργείο καθαρισμού αναλαμβάνει ταπετσαρίες / δάπεδα κτλ. || (εκκλ.) εξαγνισμός.

[λόγ. < ελνστ. καθαρισμός `εξαγνισμός΄ (αρχ. καθαρμός)]

[Λεξικό Κριαρά]
καθαρισμός ο.
  • 1) Διασάφιση, ξεκαθάρισμα:
    • του καθαρισμού του λιβέλλου (Eλλην. νόμ. 54528).
  • 2) Kαθάρισμα:
    • καθαρισμόν ποιών τῳ σῳ κοιτώνι (Bίος Aλ. 339).

[μτγν. ουσ. καθαρισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες