Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καθάρσιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καθάρσιο το [kaθársio] Ο41 : φάρμακο, με γεύση συνήθ. πολύ δυσάρεστη, που καθαρίζει τον εντερικό σωλήνα με τις πολλές και υδαρείς κενώσεις που προκαλεί· καθαρτικό. || όταν κάποιος πίνει κτ. με έντονη δυσαρέσκεια: Πιες το, δεν είναι ~. Πίνει το γάλα σαν να είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. καθάρσιον, αρχ. σημ.: `κτ. που εξαγνίζει΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καθάρσιον το.
  • Kαθαρτικό:
    • οι ιατροί με πολλά καθάρσια … ιάτρευσαν αυτόν (Aσσίζ. 43529).

[αρχ. ουσ. καθάρσιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go