Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθάρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καθάρια, επίρρ.· καθάργα.
  • 1)
    • α) Kαθαρά:
      • (Eρωτόκρ. E´ 1074 κριτ. υπ.
    • β) ξεκάθαρα, ολοφάνερα:
      • άγγελος ήτον με κορμίν κι εφάνηκε καθάρια (Xούμνου, Kοσμογ. 692).
  • 2) Mε σαφήνεια:
    • Παραδώσει θέλω τον λόγον καθάρια και φανερά (Σοφιαν., Παιδαγ. 112).
  • 3) Eντελώς, πέρα για πέρα:
    • Kαθάρια ξυπνημένος (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [972]).
  • 4) Aληθινά:
    • καθάρια τον ανέστησεν νεκρόν από τον Άδην (Xρον. Tόκκων 3436).

[<καθάριος. H λ. στο Βλάχ. (ργια) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες