Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καζανάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζανάκι το [kazanáki] Ο44α : δοχείο που συνδέεται με το υδραυλικό δίκτυο και με τη λεκάνη του αποχωρητηρίου, γεμίζει αυτόματα και με το τράβηγμα ή με την πίεση ενός μοχλού αφήνει το νερό να πέσει με πίεση μέσα στη λεκάνη, για να την καθαρίσει: Tραβάω το ~. ~ χαμηλής πιέσεως. Tο φλοτέρ στο ~. ΦΡ τράβα και το ~, πειραχτικά σε κπ. που είπε κτ. γελοίο, ανόητο ή χυδαίο.

[καζάν(ι) υποκορ. -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go