Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καζάρμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καζάρμα η [kazárma] Ο25α : (παρωχ.) στρατώνας.

[ιταλ. caserma < γαλλ. caserne ( [e > a] ;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες