Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζάζης ο [kazázis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι.
[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]
[Λεξικό Κριαρά]
- καζάζης ο.
-
- Mεταξουργός, μεταξοπώλης:
- (Συναδ. φ. 40ν).
[<τουρκ. kazaz]
- Mεταξουργός, μεταξοπώλης: